- σφυριδοφόρος
- σφῠρῐδοφόρος, ον,A basket-carrying,
παιδάρια BGU1518
(iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδάρια BGU1518
(iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σφυριδοφόρος — ον, Α βλ. σπυριδοφόρος … Dictionary of Greek
σπυριδοφόρος — και σφυριδοφόρος, ον, Α αυτός που κρατάει καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, ίδος / σφυρίς «καλάθι» + φόρος*] … Dictionary of Greek